divxalex 's review for:

Cloud Atlas by David Mitchell
3.0

Η αλήθεια είναι ότι το Cloud Atlas μπορεί εύκολα να σε εξαπατήσει και να θεωρήσεις ότι διάβασες «παπάδες», καθώς και βάθος έχει και καλογραμμένο είναι, ωστόσo… τι είναι πραγματικά το Cloud Atlas;

Ένα πολυμονοφωνικό έργο γραμμένο από έναν ταλαντούχο συγγραφέα, στο οποίο χωνεύονται έξι διαφορετικές ιστορίες, οι οποίες αλληλεπιδρούν ή έστω, συνδέονται μεταξύ τους με έναν μερικώς «σαχραζετικό» τρόπο.

Το βιβλίο ξεκινάει με το «The Pacific Journal of Adam Ewing», κάπου στα μέσα του 19ου αιώνα με την εξιστόρηση των περιπετειών του αφελούς Άνταμ Γιούινγκ που εν πλω αρρωσταίνει και δέχεται τη βοήθεια ενός μάλλον ύποπτου δόκτορος που τυχίνει να επιβαίνει στο ίδιο εμπορικοί πλοίο ενός αχρείου καπετάνιου και ενός ακόμη χειρότερου ύπαρχου. Παράλληλα, είναι μια μικρή σπουδή στην επικράτηση των Μαορί επί των Μοριόρι (για περισσότερα σχετικά με το θέμα βλ. Jared Diamond, εδώ είναι λογοτεχνία). Παρά την επισφαλή του θέση στο πλοίο, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, εκών-άκων, σώζει τη ζωή ενός Μοριόρι ο οποίος γίνεται και μέλος του πληρώματος. Η αφελής πένα του του Άνταμ αφήνει να φανούν περισσότερα απ’ όσα ο ίδιος νομίζει ότι βάζει στο χαρτί. Μια ναυτική περιπέτεια, μια σπουδή στην ιστορία των αντιπόδων, η πρώτη ιστορία δεν έχει απαιτήσεις από τον αναγνώστη και μάλλον λειτυουργεί εισαγωγικά. Η διήγηση μένει μετέωρη, διακόπτεται απότομα και…

…στη συνέχεια έρχονται τα «Letters from Zedelghem», τμήμα του μυθιστορήματος καθαρά επιστολικό όπως τεκμαίρεται εύκολα και από τον τίτλο, που αφορά στην αλληλογραφία του Ρόμπερτ Φρόμπισερ, ενός αριβίστα μουσικού και συνθέτη προς τον Ρούφους Σίξσμιθ. Ο Ρόμπερτ προσλαμβάνεται από έναν Βέλγο συνθέτη για να τον βοηθάει με τις συνθέσεις του και (χωρίς να το γνωρίζει αυτό a priori) με τις κάψες της συζύγου του, ενώ καλοβλέπει και την κόρη του εργοδότη του, η οποία όμως δεν έχει τη θετικότερη στάση απέναντί του. Ωστόσο, ενώ οι συνθέσεις του Βέλγου παίρνουν τα πάνω τους, πρέπει να φύγουμε κι από δω, επειδή ακολουθεί το…

«Half-Lives: The First Luisa Rey Mystery», η ιστορία μιας μαχητικής δημοσιογράφου που κυνηγά την αλήθεια, το λαυράκι, την αταξίωση και την post mortem ικανοποίηση του πατέρα της, πρώην αδιάφθορου μπάτσου. Η Λουίζα κυνηγάει το σκουπ μιας έκθεσης του δόκτορος Σίξσμιθ (είστε σίγουροι ότι κάπου το έχετε ξαναπετύχει αυτό το όνομα), που αποκαλύπτει τα κενά ασφαλείας και την επικινδυνότητα ενός αντιδραστήρα. Σε στυλ θρίλερ «πολτού» της δεκαετίας του 1970, Ludlum ίσως, με γρήγορο και απλό στυλ, βλέπουμε τις περιπέτειες της Λουίζας στο κυνήγι της αλήθειας και ένα σμάρι δολοφόνων που χύνεται στο κατόπι της για να μη βγει η ιστορία στο (ούτως ή άλλως σχετικά απρόθυμο να ασχοληθεί έντυπο όπου εργάζεται). Εντελώς διαφορετικό σε στυλ και ύφος από τα προηγούμενα, έχει κι αυτό μετέωρο σε ένα κομβικό σημείο -που αποδεικνύεται κλιφχάνγκερ αργότερα, γιατί έχει έρθει η ώρα του…

«The Ghastly Ordeal of Timothy Cavendish», η ιστορία ενός 65χρονου εκδότη που καταφέρνει για μια φορά να πιάσει την καλή, μόνο και μόνο για να βρεθεί μπλεγμένος χειρότερα απ’ όταν σχοινοβατούσε εκδοτικά μεταξύφθοράς και αφθαρσίας. Στην ανάγκη του να βρεθεί μακριά από μια οικογένεια εγκληματιών (ένας εκ των οποίων έγινε το εκδοτικό φαινόμενο του Κάβεντις) πέφτει θύμα μιας φάρσας του αδελφού του ή της μοίρας και βρίσκεται έγκλειστος σε γηροκομείο, χωρίς τρόπο να βγει. Μοναδική του συντροφιά, τα «όρθια πτώματα» που περιμένουν το τελευταίο κάλεσμα, μερικές φτυαριές χώμα πάνω σε ξύλο και ένα ανάγνωσμα, το… «Half-Lives: The First Luisa Rey Mystery». Χαριτωμένος και εξωφρενικός χαρακτήρας, ο Κάβεντις δε μοιάζει με κανέναν προηγούμενο, είναι χολερικός, εγωκεντρικός, εαυτούλης και γκρινιάρης, πόσω μάλλον που καταλήγει φυλακισμένος σε ένα άσυλο ξεμωραμένων με μια βρουνχίλδη (sic) υπεύθυνη να μην τον αφήνει σε χλωρό κλαρί, ιδίως αφότου προσπαθεί να αποδράσει. Καθώς όμως το κεφάλι του εκκρήγνυται σε ένα μεγαλειώδες εγκεφαλικό επεισόδιο… ο Μίτσελ αποδρά και από αυτή την περιπέτεια και μας ταξιδεύει στο…

«An Orison of Sonmi~451», μια άχρωμη δυστοπία του Κορεάτικου μέλλοντος όπου κατασκευασμένα σε μήτρες ανθρώπινα πλάσματα εξυπηρετούν τους «καθαρόαιμους» (και ενίοτε καταλήγουν και στο πιάτο τους). Ολοκληρωτισμός, κανιβαλισμός, ρατσισμός, σαδισμός δίνουν και παίρνουν σε μια ιστορία που είναι η λιγότερο δυνατή από όλες (γνώμη μου) που περιέχονται στο βιβλίο. Η πρωταγωνίστρια είναι μάλλον ασύμπαθη, η πλοκή εκνευριστική, οι γλωσσικές μεταπτώσεις με τα κομμένα αρχικά φωνήεντα ενοχλητικές και γενικώς, περιμένεις πώς και πώς να περάσεις στο…

μεταποκαλυπτικό χαβανέζικο «Sloosha's Crossin' an' Ev'rythin' After», όπου η ανθρωπότητα (ή όσοι τέλος πάντων έχουν επιζήσει «μετά την καταστροφή» -«πτώση» εν προκειμένω) έχει κυλήσει στη βαρβαρότητα, την τεχνολογική οπισθοδρόμηση και την προκατάληψη. Πεφωτισμένοι που έρχονται στη Χαβάη από μακριά και έχουν παράξενες γνώσεις, φέρνουν μαζί τους τεχνολογία και άγνωστες στους μεταχαβανέζους πτυχές του πολιτισμού, αλλάζουν το τοπίο της ιστορίας και την αντίληψη του πρωταγωνιστή για τα πράγματα. Η εικόνα ανοίγει σιγά σιγά, καθώς μέσα από τη διήγηση του ίδιου του πρωταγωνιστή μαθαίνουμε τι συνέβη αλλά και πώς άλλαξε εύρος η οπτική του γωνία. Ολότελα διαφορετικό ύφος αφήγησης κι εδώ, ταιριαστό στον αφηγητή (όχι πάντα ευχάριστο), κοφτό, περιεκτικό και συχνά αφελές, με μια αφέλεια όμως, που σιγά σιγά (εξέλιξη χαρακτήρα λέγεται, καλό είναι να τη μελετήσουν άλλοι συγγραφείς) υποχωρεί.

Κάπου εδώ, φτάνουμε στην κορυφή και αρχίζει η κατάβαση, καθώς επισκεπτόμαστε με αντίστροφη σειρά τις προηγούμενες ιστορίες μέχρι να καταλήξουμε στο φινάλε ξανά με το φουκαρά του Άνταμ Γιούινγκ να ξερνάει τα σωθικά του μαζί με το ύπουλα χορηγημένο σε αυτόν δηλητήριο και ίσα να σώζει τη ζωή του (δεν είναι σπόιλερ γιατί διαβάζουμε τα απομνημονεύματά του, άρα ξέρουμε ότι επέζησε για να τα γράψει) χάρη σε έναν Μοριόρι…

ΟΚ, προς τι ο χαλασμός κόσμου; Αρκετοί σπαρταράνε με το γεγονός ότι τα «πάντα συνδέονται», ωωωω, οργασμός, σπέρμα παντού, χνννννννργγκχχχχ. Χαλαρώστε λίγο παιδιά. Οι συνδέσεις είναι στην καλύτερη περίπτωση χαλαρές, στη σειρότερη ευκολάτζες του τύπου «βρήκα ένα χειρόγραφο». Κάποιοι χαρακτήρες είναι προϊόντα μυθοπλασίας… άλλων προϊόντων μυθοπλασίας (εξαιρετικά βολικό). Κάποιοι είναι «ταινία» που βλέπουν στο μέλλον άλλοι χαρακτήρες (ΠΟΛΥ τεμπέλικη σύνδεση). Η δυστοπία είναι εμπνευσμένη από το -πολύ μπροστά από την εποχή του και αριστουργηματικό- «Make room! Make room!» του ανεπανάληπτου Harry Harrison (αργότερα μέτρια ταινία με τίτλο «Soylent Green» με πρωταγωνιστή τον Τσάρλτον Χέστον) και, ναι, δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη από την εποχή των Νεάντερταλ ακόμα, αλλά ο πρώτος που σκέφτηκε μια ιδέα παίρνει και τα κρέδιτα, σόρι νοτ σόρι. Η ιστορία με τους συνθέτες είναι μάλλον βαρετή (ιδίως αν δεν έχεις μουσική παιδεία και πτυχίο στο πιάνο) και η δεύτερη επιστολική συνεχειά της μετά βίας αντέχεται και δεν σκιπάρεις για να πας παρακάτω, μόνο και μόνο χάρη στην παρεξήγηση των προθέσεων της Εύας και τη γελοιοποίηση του ήρωα (περισσότερο στα ίδια του τα μάτια).

Η δομή και οι συνδέσεις, λοιπόν, χαρακτηρίζονται μάλλον από απλοϊκότητα. Οι επί μέρους ιστορίες, πέραν του ότι έχουν όντως η καθεμία τη δική της διαφορετική της φωνή, από μόνες τους δεν είναι κάτι το εξαιρετική (η δε ιστορία του Καβέντις είναι περισσότερο φάρσα…). Το μυστικό κρύβεται στον ίδιο τον τίτλο του βιβλίου, στον ίδιο τον τίτλο του «αριστουργήματος» του Φρόμπισερ το Σεξτέτο «Cloud Atlas», όπου έξι σόλα (sic, LOL) αλληλοεπικαλύπτονται, παραχωρώντας το ένα τη σειρά του στο άλλο, (πιάνο, κλαρινέτο, βιολοντσέλο, φλάουτο, όμποε και βιολί) αναπαριστώντας και τη δομή του βιβλίου. Φυσικά, ο Μίτσελ πρέπει να στο πετάξει στη μούρη μήπως και μείνεις αχάμπαρος και τον κακοχαρακτηρίσεις.

Περισσότερο μια δοκιμή στη φόρμα και σε γραφές σε διαφορετικό ύφος (με επίφαση δραματουργικής ομοιογένειας και ενότητας πλοκής), παρά το αριστούργημα του 21ου αιώνα, το Cloud Atlas παίρνει ένα τίμιο τριάρι, επειδή έχει τη μαγιά μεγάλου βιβλίου. Απλώς παραφούσκωσε ή δεν ψήθηκε σωστά. Ή ήταν η λάθος συνταγή εξ αρχής.

Υ.Γ. Ευτυχώς ο Μίτσελ επέζησε της συγγραφής του Cloud Atlas, σε αντίθεση π.χ. με τον Μπολάνιο στο 2666, εν η περιπτώσει θα είχαμε ένα ασυμμάζευτο αχταρμά και κριτικούς να προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα