divxalex 's review for:

2.0

«Ήταν οι καλύτεροι καιροί, ήταν οι χειρότεροι καιροί», αλλά σίγουρα δεν ήταν το καλύτερο έργο του Ντίκενς, ο οποίος επιλέγει να εστιάσει στην τρομοκρατία της Γαλλικής Επανάστασης την οποία και ζωγραφίζει με μελανά χρώματα. Όχι ότι δεν υπήρξε η τρομοκρατία, ούτε ότι δεν της αξίζει τέτοια σκιαγράφηση, αλλά η Γαλλική Επανάσταση άφησε κι άλλη, πολυτιμότερη κληρονομιά στην ανθρωπότητα. Και δεν εννοώ την εκπληκτική κίνηση των Γάλλων να αποκεφαλίσουν έναν βασιλιά ουρλιάζοντας «λιμπερτέεεεε» και «ντεμοκρασίιιι» και σε λίγο να βάλουν στην θέση του ένα Ιταλό πολεμοχαρή αυτοκράτορα. Ποιος; Τι;

Ρέποντας προς το διδακτικίστιμο και αγγίζοντας συχνά το παιδαριώδες δραματουργικά, είναι απορίας άξιον που υμνείται από πληθώρα σχολιαστών, σε σημείο να αναρωτιέται κανείς αν είχαν εύκαιρα υγρά μαντηλάκια δίπλα τους, στρογγυλοκάθεται πάνω στο συναίσθημα, και -τουλάχιστον για τον αναγνώστη του 21ου αιώνα- είναι πιο προβλέψιμο κι από γάμο στο τέλος ταινίας του Δαλιανίδη.

Οι χαρακτήρες είναι το λιγότερο «χωλοί», ιδίως οι «κακοί» Γάλλοι επαναστάτες των οποίων ο Ντίκενς δείχνει να καταλαβαίνει μεν την αιτία του μίσους τους προς την αριστοκρατία της εποχής, αλλά «μπλίμεϋ, δε χρειαζόταν να είστε τόσο αναθεματισμένα εκδικητικοί!». Οι δε «καλοί» είναι από αδιάφοροι ως περίεργοι, με αποκορύφωμα τον εντελώς αλλοπρόσαλλο Σίντνεϊ Κάρλτον.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη, αλλά η ώρα της ακολασίας είναι στο τέλος, όταν οι βρώμικοι επαναστάτες βυσσοδομούν στο Παρίσι και ονειρεύονται μέχρι και παιδιά στη Γκιλοτίνα, ενώ καταδικάζουν καταφανέστατα αθώους, με βάση γράμματα ενός φυλακισμένου προ δεκαετιών, μόνο και μόνο λόγω της αριστορατικής καταγωγής. Δε λέω, είχε αρκετή μούρλα η εποχή της τρομοκρατίας, αλλά εδώ ο Κάρολος το χάμησε και ψόφησε, ενώ στη συνέχεια το σήκωσε από την ουρά και το έβγαλε έξω.

Καταλαβαίνω ότι ο βαθύς πρώιμος ανθρωπισμός του Ντίκενς έστεκε εμβρόντητος μπροστά στη βία της επανάστασης, αλλά προσπαθώ να θυμηθώ μια επανάσταση που να μην έγινε της εκδιδομένης το σιδηρούν κιγκλίδωμα από σφαγή και μόνο αυτή των λουλουδιών μου έρχεται κατά νου.

Εν κατακλείδι, το βιβλίο ακροβατεί ανάμεσα στο σαρκασμό (και αρκετά δυνατό και πετυχημένο) και την επίκριση της γαλλικής αριστοκρατίας και έναν ενδόμυχο φόβο ότι κάτι τάτοιο θα μπορούσε να συμβεί και στην αγαπημένη του Αλβιόνα (όπου τα παιδιά εργάζονταν 14 ώρες τη μέρα στα εργοστάσια από τα 5 τους χρόνια). Επίσης, είναι καρυκευμένο με αρκετό μελόδραμα, νευρασθένειες και λιγοθυμίες, και όταν λέω αρκετό, αν ήταν άνηθος θα πετάγατε το φαγητό στα σκουπίδια.